ἀρχαιοτέρων

ἀρχαιοτέρων
ἀρχαῑοτέρων , ἀρχαῖος
from the beginning
fem gen comp pl
ἀρχαῑοτέρων , ἀρχαῖος
from the beginning
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • CHALNE vel CHALANE — CHALNE, vel CHALANE civitas quam aedificavit Assur. Gen. c. 10. v. 12. De qua sic Bochart. in Phaleg. l. 1. c. 8. Una, inquit, e 4. urbibus, quas in terra Sinhar condidit Nimrod, Chalne dicitur, vel Chalane. Gen. c. 10. v. 10. I. e. Ctesiphon,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αιγόσθενα — I Αρχαία παραλιακή πόλη της Μεγαρίδας. Τα Α., είχαν για ένα διάστημα προσαρτηθεί στη βοιωτική πόλη του Ογχησίου. Η πόλη ήταν χτισμένη στον Αλκυόνιο κόλπο, ο οποίος, στα νεότερα χρόνια, λέγεται Πόρτο Γερμενό. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή από το 1500 …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • Βοιαί/-ες — Αρχαία παραθαλάσσια πόλη στη χερσόνησο της Λακωνίας, στη θέση της σημερινής Νεάπολης. Βρισκόταν στον μυχό του Βοιατικού κόλπου (σημερινός όρμος Βάτικα). Την πόλη αυτή, κατά την παράδοση, έχτισε ο Ηρακλείδης Βοιός με υπόδειξη της θεάς Άρτεμης και… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Γέλα — Πόλη (79.058 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, στη νότια Σικελία, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Καλτανισέτα (2.101 τ. χλμ., 274.402 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη μεσογειακή ακτή, μεταξύ των ακρωτηρίων Σκαράμια και Σαντ’ Άντζελο, εκεί όπου η… …   Dictionary of Greek

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”